- επιμερίζω
- (AM ἐπιμερίζω)χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζωμσν.μέσ. ἐπιμερίζομαιμοιράζομαι κάτι με άλλοναρχ.1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει πλήθος ή σύνολο με γεν. επιμεριστική, ενώ τα μέρη του με την πτώση που απαιτεί η σύνταξη («τῶν ἀνθρώπων... οἱ μέν... οἱ δέ...»)5. τὰ ἐπιμεριζόμεναοι επιμεριστικές αντωνυμίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μερίζω «χωρίζω σε κομμάτια» (< μέρος)].
Dictionary of Greek. 2013.